Γιάννης Τσιομπάνος στην «Κ»: Μπορούμε να φέρουμε πίσω τα αρχαία

– Πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το συλλέγειν και πώς φτάσατε να είστε σήμερα ο πρώτος αρχαιοπώλης μετά το άνοιγμα των επαγγελμάτων;
– Η πρώτη ουσιώδης προσέγγιση με τον αρχαιοελληνικό και βυζαντινό πολιτισμό ξεκίνησε με την εισαγωγή μου στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Αυτό όμως από μόνο του, για να φτάσω μέχρι σήμερα εδώ, δεν ήταν αρκετό. Ολα ξεκίνησαν από το οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας μου Μιχάλης Τσιομπάνος (1934-2001) με μεγάλωσε στην κυριολεξία μέσα στα αρχεία και στις συλλογές. Εμαθα να συλλέγω, να ταξινομώ, να αγαπάω και να ξεχωρίζω την ομορφιά ακόμα και στα πιο ευτελή συλλεκτικά αντικείμενα.

– Ασχοληθήκατε επαγγελματικά στον συλλεκτικό χώρο και αν ναι από πότε;
– Το 2003 ξεκίνησα και επαγγελματικά την ενασχόλησή μου, ανοίγοντας το πρώτο μου κατάστημα συλλεκτικών ειδών στην Κοζάνη, με κύρια ενασχόληση τον φιλοτελισμό, τη συλλογή νεοελληνικών νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών. Το 2008 διαπίστωσα ότι ανέλιξη για μένα θα ήταν να ασχοληθώ με το επάγγελμα του αρχαιοπώλη. Εκεί όμως ήρθα και σε επαφή με την έννοια του κλειστού επαγγέλματος.

– Πώς νιώσατε όταν διαπιστώσατε ότι το επάγγελμα ήταν κλειστό;
– Απογοητεύθηκα. Οχι μόνο γιατί το ονειρεύτηκα, αλλά κυρίως γιατί ένιωθα ότι είχα όλα τα εχέγγυα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ξεκίνησα με το δεδομένο ότι η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας είναι αυτονόητη, πέρα από συνταγματικά κατοχυρωμένη. Οχι όμως πάντοτε, δυστυχώς. Αδικαιολόγητοι περιορισμοί απέκλειαν να εισέλθουν νέοι στον χώρο, όπως και σε μία σειρά άλλων επαγγελμάτων.

– Ολα αυτά όμως άλλαξαν με την ψήφιση του νόμου 3919/2011 περί απελευθέρωσης επαγγελμάτων.
– Ακριβώς. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Τώρα, είπα από μέσα μου, μπορώ να τα καταφέρω. Δούλεψα πολύ σκληρά σε όλα τα επίπεδα. Και λέω σε όλα, γιατί υπάρχουν και άλλα πέρα από την τήρηση των κανόνων του δικαίου, που είναι μεν επιβεβλημένη αλλά δεν θεωρείται πάντοτε επαρκής από πλευρά ηθικής. Χρειάζεται δηλαδή να προχωρήσεις αρκετά βήματα πιο πέρα, περιλαμβάνοντας ηθικούς κανόνες που συχνά υπερβαίνουν τους νομικούς.

– Ο καθένας μπορεί να αποκτήσει αρχαιότητες;
– Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου και υπό κάποιες προϋποθέσεις και μόνον εφόσον το προμηθευτεί από αρχαιοπώλη, ναι. Καμία άλλη συναλλαγή δεν επιτρέπεται. Κατηγορηματικά. Αρχικά υποχρεούται να παρέχει υπεύθυνα εγγυήσεις για την ασφαλή τους φύλαξη. Πριν όμως πρέπει να απαντήσει στον εαυτό του αν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Και να είναι σε θέση να σηκώσει το ηθικό βάρος που κουβαλάνε αιώνες τώρα τα αντικείμενα αυτά. Κατά την προσωπική μου κρίση μόνο καλόπιστοι και επιμελείς άνθρωποι αξίζει να ασχοληθούν.

– Μήπως, όμως, σε αυτή την περίπτωση η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας παραμένει κλειστή σε χέρια ιδιωτών;
– Οχι. Δεν είναι «κλειδωμένα» σε καμία περίπτωση. Στις υποχρεώσεις του ιδιώτη περιλαμβάνονται και η ελεύθερη πρόσβαση και η καταγραφή του μνημείου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με απώτερο σκοπό την επιστημονική έρευνα. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι σε περίπτωση που ο κύριος ή ο κάτοχος ενός μνημείου εκτελεί πλημμελώς τις υποχρεώσεις του υπάρχουν ποινικές κυρώσεις. Πάντως, δεν είναι κάτι καινούργιο. Αρχαιολογικές συλλογές με καθ’ όλα νόμιμες διαδικασίες υφίστανται από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.

– Τι σημαίνει για εσάς όταν πιάνετε στα χέρια σας ένα αρχαίο αντικείμενο που έχει έρθει και πάλι πίσω από το εξωτερικό;
– Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση. Κάθε αρχαίο αντικείμενο που ανακτάται και επιστρέφει στη χώρα όπου γεννήθηκε αντιπροσωπεύει μία μικρή νίκη και ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση σημαντικότερων αρχαιοτήτων που έχουν λεηλατηθεί. Το ελληνικό κράτος, και ειδικά ο νόμος 3028/2002, αναγνωρίζει τη σημασία του συλλέκτη και του αρχαιοπώλη ως διαμεσολαβητή, γι’ αυτό και επιβραβεύει την εισαγωγή, δίνοντας την κυριότητα με όλα τα νόμιμα παραστατικά σε όσα αρχαία αντικείμενα εισάγονται.

– Τι σημαίνει λαθρανασκαφή;
– Η λαθρανασκαφή είναι μία παράνομη και βάρβαρη πράξη που αφήνει πληγές ανεπούλωτες και πρέπει οπωσδήποτε να καταπολεμηθεί. Κάθε εύρημα που αποσπάται λαθραία από τον αρχαιολογικό του τόπο συνεπάγεται αναντικατάστατη απώλεια ιστορικών, πολιτισμικών κι επιστημονικών πληροφοριών. Ηδη, από τους ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους, ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών αρχαιοτήτων λεηλατήθηκε. Τις αρχαιότητες αυτές μπορούμε να τις φέρουμε πίσω, εντάσσοντάς τες σε ιδιωτικές συλλογές ανοιχτές για πανεπιστημιακή έρευνα ή ακόμη και έκθεση, πράγμα το οποίο προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος.

Η ελληνική κληρονομιά βρίσκεται διάσπαρτη σε όλο τον κόσμο


«Μέχρι το 2011 αδικαιολόγητοι περιορισμοί απέκλειαν να εισέλθουν νέοι στον χώρο, όπως και σε μια σειρά άλλων επαγγελμάτων», λέει ο Γιάννης Τσιομπάνος. ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΡΑΝΟΣ

– Τι ισχύει διεθνώς για τους ιδιώτες αρχαιοπώλες;
– Οι αρχαιοπώλες αποτελούν κατηγορία εμπόρων σε διεθνή κλίμακα, με τη Μεγάλη Βρετανία να διατηρεί τα πρωτεία. Μόνο στη χώρα αυτή δραστηριοποιούνται πάνω από 750 αίθουσες δημοπρασιών και περισσότεροι από 10.200 αρχαιοπώλες. Αντιθέτως, η εν λόγω αγορά στην Ελλάδα εμφανιζόταν μέχρι σήμερα εν τοις πράγμασι κλειστή, ιδιαίτερα σε περιοχές εκτός της πρωτεύουσας. Για εμένα, λοιπόν, ήταν ένα πολύ μεγάλο κίνητρο για να μπορέσω να το ξεπεράσω και να πείσω για δύο πράγματα: πρώτον, ότι είμαι κατάλληλος για την αποστολή αυτή και δεύτερον, ότι μπορεί ένα τέτοιο έργο να πάρει σάρκα και οστά από μια περιφερειακή πόλη. Και μπορώ να πω ότι τα κατάφερα. Βέβαια, πλέον ο χρόνος μοιράζεται κυρίως ανάμεσα στην Αθήνα και στην Κοζάνη, με ενδιάμεσους σταθμούς στο εξωτερικό για αγορές. Το ότι η έδρα είναι στην Κοζάνη δεν μου είναι καθόλου εμπόδιο να έχω συλλέκτες πανελλαδικά.

– Διακινούνται διαρκώς αρχαιότητες;
– Ας μην κρυβόμαστε. Κάθε λεπτό που περνάει, και μπορεί να είμαι μετριοπαθής στους χρόνους, μία ελληνική αρχαιότητα, μικρή ή μεγάλη, δεν έχει σημασία, αλλάζει χέρια μέσω αγοραπωλησιών στο εξωτερικό. Η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, υλική και άυλη, βρίσκεται διάσπαρτη σε όλον τον κόσμο. Πιστεύω, όμως, πως ήρθε η στιγμή να αρχίσει να περνάει με αίσθημα ευθύνης και στα ελληνικά χέρια. Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα εκδηλώθηκε και πριν ακόμη από τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Διαπιστώνουμε διηνεκείς προσπάθειες από την πλευρά όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, ακόμη και των πρώιμων μετεπαναστατικών, για τη διαφύλαξη και τον επαναπατρισμό των αρχαιοτήτων. Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την προστασία των αρχαιοτήτων και την ανάπτυξη της αρχαιολογικής έρευνας. Προέβη σε μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες συμβάδιζαν με τα γενικότερα αιτήματα μεγάλης μερίδας των μορφωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης, νομοθεσία και πρακτική που δεν σταμάτησε ποτέ στο κράτος μας.

– Είστε ικανοποιημένος από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο;
– Ναι, με ικανοποιεί απόλυτα. Είναι δομημένο και πλήρες σε κάθε του λεπτομέρεια. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που κατέχει προνομιακή θέση στο παγκόσμιο πολιτιστικό απόθεμα και χρειάζεται ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο, με ευαισθησίες, λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής. Ενας νόμος για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, πέρα από την εσωτερική σημασία του, εκπέμπει και ένα διεθνές μήνυμα, ένα μήνυμα πλήρους σεβασμού και ενσωμάτωσης των κανόνων και των αρχών του διεθνούς δικαίου σε σχέση με τη μεταχείριση των πολιτιστικών αγαθών. Και ο δικός μας τα καταφέρνει περίφημα.

Ο κρίσιμος ρόλος του πολίτη

Με εμμονή στο γράμμα του νόμου, ο Γιάννης Τσιομπάνος επανέρχεται διαρκώς, στη διάρκεια της συζήτησής μας, σε μία ακόμη διάσταση που αφορά το δικαίωμα και την υποχρέωση του πολίτη. «Η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς υπαγορεύεται κατ’ αρχάς από το άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι: “Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός”. Καθιερώνεται δηλαδή, πέρα από το καθήκον του κράτους, και το δικαίωμα του πολίτη, ή άλλων ΝΠΔΔ, στον πολιτισμό και τη διαρκή φύλαξη και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και είναι αλήθεια ότι καμία πολιτιστική έκφανση δεν είναι τελικά αποτελεσματική χωρίς τη συνδρομή και των πολιτών». Είναι μία παράμετρος σχετικά υποβαθμισμένη αν και ουσιώδης για την καλλιέργεια μιας κοινωνικής συνείδησης απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά.

Η συνάντηση 

Ο Γιάννης Τσιομπάνος έχει ως μόνιμη έδρα την Κοζάνη αλλά έχει και μια δεύτερη βάση στην Αθήνα. Συναντηθήκαμε σε ένα από τα συχνά ταξίδια του στην πρωτεύουσα, κοντά στον αθηναϊκό τόπο κατοικίας του, στο κεντρικό καφέ «Φίλιον» της οδού Σκουφά. Καθώς η ώρα ήταν πρωινή, περιοριστήκαμε σε καφέ, ελληνικό και εσπρέσο, και αρχίσαμε τη συζήτησή μας σε έναν χώρο που είναι ποτισμένος από παρουσίες συγγραφέων και καλλιτεχνών.

Η επαγγελματική του δραστηριότητα ως αρχαιοπώλης του επιτρέπει και του επιβάλλει συχνά ταξίδια στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Οι σταθμοί του

1974
Γεννιέται στην Κοζάνη.

2000
Αποφοιτά από το τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

2003
Ανοίγει το πρώτο κατάστημα συλλεκτικών ειδών στην Κοζάνη.

2011
Ψηφίζεται ο νόμος περί απελευθέρωσης επαγγελμάτων.

2015
Εγκαινιάζει νέο κατάστημα σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο περί αρχαιοπωλείων.

2017
Παίρνει την επίσημη άδεια αρχαιοπώλη από το υπουργείο Πολιτισμού έπειτα από γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

2019
Παρακολουθεί το Θερινό Σχολείο Αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Νομισματικής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.

πηγή: Καθημερινή

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Leave a Comment

Your email address will not be published. Marked fields are required.